μισθο-δοσία

μισθο-δοσία

μισθο-δοσία, , das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληψοδοσία — η (Α ληψοδοσία) εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήψη + δοσία (< δόσις), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] …   Dictionary of Greek

  • μικροδοσία — μικροδοσία, ἡ (Α) το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”