μισθο-δότης

μισθο-δότης

μισθο-δότης, , der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρησμοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. χρησμοδότισσα Ν, και χρησμοδότις, ιδος, Μ δότης χρησμών, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, πλουτο δότης] …   Dictionary of Greek

  • νεκροδότης — νεκροδότης, ὁ (Α) νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δότης) < δίδωμι), πρβλ. ικανο δότης, μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • σιτοδότης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. αυτός που μοιράζει σιτάρι δωρεάν μσν. αρχ. αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες τής τροφής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, τροφο δότης] …   Dictionary of Greek

  • στεφανοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει στεφάνους και, κυρίως, αυτός που δίνει στεφάνια ως βραβεία, που ανταμείβει με στεφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • υπνοδότης — ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, ώτιδος, Α αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, προικο δότης] …   Dictionary of Greek

  • χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] …   Dictionary of Greek

  • ολβοδότης — ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α) αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • οπλοδότης — ὁπλοδότης, ὁ (Α) αυτός που δίνει όπλα, που οπλίζει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • στεφηδότης — ὁ, Α (για τον θεό) αυτός που δίνει στεφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στέφανος» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • στεφοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει στεφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στέφανος» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

  • τεκνοδότης — ὁ, Α αυτός που δίνει, που χαρίζει παιδιά στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”