- μεσ-οικέτης
μεσ-οικέτης, ὁ, der die Mitte Bewohnende, nach Hesych. auch = μέτοικος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-οικέτης, ὁ, der die Mitte Bewohnende, nach Hesych. auch = μέτοικος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοικέτης — και μεσσοικέτης, ὁ (Α) 1. αυτός που κατοικεί στα μεσόγεια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεσοικέται μέτοικοι ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + οἰκέτης (< οἶκος)] … Dictionary of Greek