μισθωτής

μισθωτής

μισθωτής, , Pächter, Is. 6, 36, – der für Lohn dient, Lohnarbeiter, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισθωτής — one who pays rent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτής — ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) [μισθώνω] 1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής 2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία αρχ. αυτός που εργολαβικώς… …   Dictionary of Greek

  • μισθωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που χρησιμοποιεί κάποιο ακίνητο καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη μίσθωμα (ενοίκιο), ο ενοικιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθωτῆς — μισθωτός hired fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωταῖς — μισθωτής one who pays rent masc dat pl μισθωτός hired fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωταί — μισθωτής one who pays rent masc nom/voc pl μισθωτός hired fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτοῦ — μισθωτής one who pays rent masc gen sg μισθωτός hired masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτῇ — μισθωτής one who pays rent masc dat sg (attic epic ionic) μισθωτός hired fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτήν — μισθωτής one who pays rent masc acc sg (attic epic ionic) μισθωτός hired fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθωτῶν — μισθωτής one who pays rent masc gen pl μισθωτός hired fem gen pl μισθωτός hired masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”