- μισθωτικός
μισθωτικός, zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισϑωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθωτικός, zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισϑωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθωτικός — ή, ό (ΑΜ μισθωτικός, ή, όν) [μισθωτής / μισθωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα τού μισθωτού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μισθωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μίσθωση ή το μισθωτή: Μισθωτική συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθωτικῶν — μισθωτικός of fem gen pl μισθωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτικόν — μισθωτικός of masc acc sg μισθωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτικῆς — μισθωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτικῇ — μισθωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτική — μισθωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτικήν — μισθωτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτικῶς — μισθωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՎԱՐՁԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 14c ա.գ. μισθωτός mercenarius, merce conductus. Վարձաւոր. վարձկան նաւաստի. թայֆա. *Յօտար աշխարհէ էին նաւավարն, եւ հնազանդեալք իւր վարձականքն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: Եւ μίσθιος,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)