- μεσό-κλαστος
μεσό-κλαστος, in der Mitte, halb zerbrochen, Plut. fr. metr. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσό-κλαστος, in der Mitte, halb zerbrochen, Plut. fr. metr. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] … Dictionary of Greek