- μερίμνημα
μερίμνημα, τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερίμνημα, τό, Sorge, Besorgniß; ἀλεγεινά, Pind. frg. 245; ἀνήκεστα μεριμνήματ' ἔχων βάρη, Soph. Phil. 187.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερίμνημα — μερίμνημα, τό (ΑM, Μ δωρ. τ. μερίμναμα) [μεριμνώ] μέριμνα, φροντίδα μσν. αντικείμενο μέριμνας … Dictionary of Greek
μεριμνήμασιν — μερίμνημα anxiety neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνήματα — μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνήματ' — μεριμνήματα , μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc pl μεριμνήματι , μερίμνημα anxiety neut dat sg μεριμνήματε , μερίμνημα anxiety neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνηματικός — μεριμνηματικός, ή, όν (Α) [μερίμνημα] 1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία 2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.) … Dictionary of Greek
μεριμναμάτων — μεριμνᾱμάτων , μερίμνημα anxiety neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)