μερίζω

μερίζω

μερίζω, theilen, vertheilen; κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ μέγεϑος μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῠν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt vertheilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ ἔργον Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Antheil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν χρυσίον ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ οὐσία εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich theilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile vertheilen, s. μερισμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μερίζω — divide pres subj act 1st sg μερίζω divide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …   Dictionary of Greek

  • μερίζω — μέρισα, μερίστηκα, μερισμένος, χωρίζω κάτι σε μερίδια, διανέμω: Τα έσοδα μερίστηκαν στους μετόχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεμερισμένα — μερίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμερισμένᾱ , μερίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμερισμένᾱ , μερίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίζεσθε — μερίζω divide pres imperat mp 2nd pl μερίζω divide pres ind mp 2nd pl μερίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίζετε — μερίζω divide pres imperat act 2nd pl μερίζω divide pres ind act 2nd pl μερίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίζῃ — μερίζω divide pres subj mp 2nd sg μερίζω divide pres ind mp 2nd sg μερίζω divide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίσει — μερίζω divide aor subj act 3rd sg (epic) μερίζω divide fut ind mid 2nd sg μερίζω divide fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίσουσι — μερίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) μερίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μερίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίσουσιν — μερίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) μερίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μερίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερίσω — μερίζω divide aor subj act 1st sg μερίζω divide fut ind act 1st sg μερίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”