μερίστρια

μερίστρια

μερίστρια, , fem. zu μεριστής, Schol. Aesch. Spt. 717.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεριστής — μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM [μερίζω] 1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί 2. αυτός που διανέμει κάτι·|| αρχ. μέτοχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”