- ξιρίς
ξιρίς, ίδος, ἡ, = ξυρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιρίς, ίδος, ἡ, = ξυρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιρίς — και ξίρις, ἡ (Α) βλ. ξυρίς … Dictionary of Greek
ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… … Dictionary of Greek
GLADIOLUS — apud Plain. l. 21. c. 11. Post hanc gladiolus comitatus hyazinthis: flos est, quem ξιφίον seu φασγάνιον vocat Theophrast. Latinique Scriptores retentâ voce Graecâ Xiphium vocant. Alias Gladiolus Romanis idem, qui ξίρις et ξυρὶς Graecis, lilio… … Hofmann J. Lexicon universale