- βερβέριον
βερβέριον, τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βερβέριον, τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βερβέριον — βερβέριον, το (Α) τριμμένο, παλιό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι… … Dictionary of Greek
βερβέριον — shabby garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bher-3 — bher 3 English meaning: to scrape, cut, etc. Deutsche Übersetzung: “with einem scharfen Werkzeug bearbeiten, ritzen, schneiden, reiben, spalten” Material: O.Ind. (gramm.) bhr̥nüti (?) “injures, hurts, disables” = Pers. burrad… … Proto-Indo-European etymological dictionary