μερμέριος

μερμέριος

μερμέριος, poet. = Folgdm, Jacobs Anth. Pal. 663; κακόν, ein großes Uebel, Luc. Lexiph. 11. Vgl. τερμέριος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μερμέριος — μερμέριος, ία, ον (Α) βλ. μέρμερος …   Dictionary of Greek

  • μερμέρια — μερμέριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”