- μεριμνητής
μεριμνητής, ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνητής, ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνητής — μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) [μεριμνώ] αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται αρχ. 1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.) 2. μαθητής 3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί οἱ φιλόσοφοι» … Dictionary of Greek
μεριμνητής — one who is anxious about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνηταῖς — μεριμνητής one who is anxious about masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνηταί — μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητήν — μεριμνητής one who is anxious about masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητά — μεριμνητά̱ , μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc/acc dual μεριμνητής one who is anxious about masc voc sg μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητάς — μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc acc pl μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικός — μεριμνητικός, ή, όν (Α) [μεριμνητής] 1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι 2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες 3. προσεκτικός … Dictionary of Greek