- μεριμνητικός
μεριμνητικός, zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνητικός, zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνητικός — μεριμνητικός, ή, όν (Α) [μεριμνητής] 1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι 2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες 3. προσεκτικός … Dictionary of Greek
μεριμνητικός — anxious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικόν — μεριμνητικός anxious masc acc sg μεριμνητικός anxious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικαῖς — μεριμνητικός anxious fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικήν — μεριμνητικός anxious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικῶς — μεριμνητικός anxious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικάς — μεριμνητικά̱ς , μεριμνητικός anxious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικῆι — μεριμνητικῇ , μεριμνητικός anxious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)