- ξερός
ξερός, ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχϑει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλϑέ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξερός, ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχϑει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλϑέ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν έχει υγρασία, στεγνός: Κοντά στα ξερά καίονται και τα χλωρά (παροιμ.). 2. μτφ., για πρόσωπα, ο αδύνατος, ο λιπόσαρκος, ο ισχνός. 3. για τόπο, ο χωρίς νερό ή βλάστηση: Ξερό νησί. – Ξερό βουνό. 4. μτφ., άκαμπτος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερός — ή, ό βλ. ξηρός … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξερά — ξερόν terra firma neut nom/voc/acc pl ξερός neut nom/voc/acc pl ξερά̱ , ξερός fem nom/voc/acc dual ξερά̱ , ξερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek
ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό … Dictionary of Greek
σέκος — Ν (άκλ. επίθ.) φρ. «έμεινε σέκος» έμεινε ξερός, άναυδος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secco «ξερός»] … Dictionary of Greek
σύξερος — η, ο, Ν κατάξερος, εντελώς ξερός. επίρρ... σύξερα Ν τελείως ξερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξερός] … Dictionary of Greek
στεγνός — ή, ό επίρρ. ά 1. ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος: Φόρεσε στεγνά ρούχα. 2. ανιαρός, ξερός: Περιέγραψε στεγνά το γεγονός. 3. «στεγνή ψυχή», ψυχή χωρίς συναισθήματα· «στεγνά μάτια», χωρίς δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξερόν — terra firma neut nom/voc/acc sg ξερός masc acc sg ξερός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)