νιπτήρ

νιπτήρ

νιπτήρ, ῆρος, ὁ, das Waschbecken, Ev. lo. 13, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νιπτήρ — washing vessel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιπτῆρα — νιπτήρ washing vessel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιπτῆρας — νιπτήρ washing vessel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιπτῆρες — νιπτήρ washing vessel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιπτῆρι — νιπτήρ washing vessel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιπτῆρος — νιπτήρ washing vessel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • CONVIVIA — vide de iis iam aliquid supra, in voce Cibus: item Cena. In iis, Varro convivarum numerum incipere voluit a Gratiarum numero. et progredi ad Musarum, quibus Apollinem quoque suum indulget Erasinus. Vettius tamen apud Macrob. l. 1. Saturn. c. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • νιπτήρας — και νιφτήρας, ο (ΑΜ νιπτήρ, ῆρος, Μ και νιπτήρας, ό, και νιπτήρα, ἡ) 1. λεκάνη για νίψιμο 2. εκκλ. σκεύος που βρίσκεται κοντά στην αγία πρόθεση τού ιερού βήματος τού ναού, για να πλένουν οι ιερείς τα χέρια τους πριν από τη θεία λειτουργία, πράξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”