νιπτρίς

νιπτρίς

νιπτρίς, ίδος, ἡ, alte v. l. für μετανιπτρίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετανιπτρίς — μετανιπτρίς, ίδος, ἡ (Α) κύπελλο από το οποίο έπιναν οι συνδαιτυμόνες, αφού έπλεναν τα χέρια τους μετά το γεύμα ή το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάνιπτρον + κατάλ. ίς (πρβλ. επι νιπτρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”