ναύ-αρχος

ναύ-αρχος

ναύ-αρχος, , Schiffsbefehlshaber, Flottenführer, Admiral; Aesch. Ch. 712; Soph. Ai. 1211; Her. 7, 59. 8, 42; Thuc. 4, 11. 8, 20; Xen. u. Pol. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • κειμηλιάρχης — και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης) ο φύλακας κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης / ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • πάγαρχος — πάγαρχος, ὁ (Α) παγάρχης*, διοικητής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος [ΙΙ] «κώμη» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • πλείσταρχος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες 2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος βασιλιάς τής Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ποιμενάρχης — και ποιμέναρχος, ο, ΝΜ ο πνευματικός αρχηγός τού εκκλησιαστικού ποιμνίου μσν. ο ηγούμενος τών πνευματικών ποιμένων, αρχιερέας, επίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, μένος + άρχης / αρχος (πρβλ. εθν άρχης, ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …   Dictionary of Greek

  • πολύαρχος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον πολυαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • ποτάμαρχος — ο, Ν ο ποταμάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύ αρχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”