δύϊος

δύϊος

δύϊος = δυερός; βοή Aesch. Suppl. 809.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δύιος — δύϊος, α, ον και δυερός, ά, όν (Α) ο δυστυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • δυίαν — δυίᾱν , δύιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”