- ναύ-στολος
ναύ-στολος, zu Schiffe fahrend; ϑεωρίς, Aesch. Spt. 940; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύ-στολος, zu Schiffe fahrend; ϑεωρίς, Aesch. Spt. 940; auch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόστολος — θεόοτολος, ον (Μ) ο σταλμένος από τον θεό, ο θεόσταλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στολος (< στέλλω), πρβλ. αυτό στολος, ναύ στολος] … Dictionary of Greek
νυκτοστολώ — νυκτοστολῶ, έω (Μ) στέλνω κάτι στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + στολῶ (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ναυ στολώ] … Dictionary of Greek