- δύ-στονος
δύ-στονος, schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύ-στονος, schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόνος — sighing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω … Dictionary of Greek
στόνοι — στόνος sighing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνοις — στόνος sighing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνον — στόνος sighing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνου — στόνος sighing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνους — στόνος sighing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνων — στόνος sighing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόνῳ — στόνος sighing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek