- πόρκος
πόρκος, ὁ, eine Art Fischerne; καὶ βρόχοι, Plat. Soph. 220 c; Plut. Symp. 8, 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρκος, ὁ, eine Art Fischerne; καὶ βρόχοι, Plat. Soph. 220 c; Plut. Symp. 8, 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρκος — fish trap masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκος — (I) ὁ, Α είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι,… … Dictionary of Greek
πόρκοι — πόρκος fish trap masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκον — πόρκος fish trap masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκους — πόρκος fish trap masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκων — πόρκος fish trap masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκῳ — πόρκος fish trap masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρκω — πόρκης ring masc gen sg (attic epic ionic) πόρκος fish trap masc nom/voc/acc dual πόρκος fish trap masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
поросенок — род. п. нка, мн. поросята, укр., блр. порося, др. русск. порося, цслав. прасѧ, ѧте, болг. прасе, сербохорв. пра̑се, род. п. пра̏сета, словен. prasè, род. п. praseta, чеш. рrаsе, слвц. рrаsа, польск. prosię, в. луж. рrоsо, рrоsаtkо, н. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πορκεύς — έως, ὁ Α [πόρκος] αυτός που αλιεύει με πόρκο* … Dictionary of Greek
πόρκης — ὁ, Α δακτύλιος με τον οποίο ενώνεται η αιχμή ακοντίου με το κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη κατά τον τύπο τής λ. γύης «κυρτό ξύλο τού αρότρου». Η σύνδεσή της με τη λ. πόρκος παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek