πόρκης

πόρκης

πόρκης, , Ring, Reif; bei Hom. περὶ δὲ χρύσεος ϑέε πόρκης, Il. 8, 495. 6, 320, ein goldener Ring am obern Ende des Speerschaftes, zur Befestigung der eisernen Spitze; Suid. erkl. δακτύλιος τῆς ἐπιδορατίδος ὁ περιειργνύων αὐτὴν πρὸς τὸ ξύλον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρκης — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκης — ὁ, Α δακτύλιος με τον οποίο ενώνεται η αιχμή ακοντίου με το κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη κατά τον τύπο τής λ. γύης «κυρτό ξύλο τού αρότρου». Η σύνδεσή της με τη λ. πόρκος παραμένει ανεπιβεβαίωτη] …   Dictionary of Greek

  • πορκέων — πόρκης ring masc gen pl (epic ionic) πορκεύς one who fishes with the net called masc gen pl πορκέω̆ν , πορκεύς one who fishes with the net called masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκη — πόρκης ring masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκην — πόρκης ring masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκου — πόρκης ring masc gen sg πόρκος fish trap masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρκω — πόρκης ring masc gen sg (attic epic ionic) πόρκος fish trap masc nom/voc/acc dual πόρκος fish trap masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορκώδης — ώδες, ΜΑ [πόρκης] αυτός που μοιάζει με πόρκη, δηλ. με κρίκο δόρατος («πόρκης ἐπιδορατίδος δακτύλιος, ἀφ οὗ καὶ τὰ στρογγύλα και κρικώδη πορκώδη λέγονται», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • πόρκας — πόρκᾱς , πόρκης ring masc acc pl πόρκᾱς , πόρκης ring masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθέω — ΜΑ περιβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ. β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ. γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.) αρχ. 1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.) 2. περιτρέχω, κινούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”