πόρσιον

πόρσιον

πόρσιον, compar. zu πόρσω, Pind. Ol. 1, 114.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρσιον — πρόσω forwards irreg̱comp poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… …   Dictionary of Greek

  • πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”