- πόρσιστα
πόρσιστα, superl. zu πόρσω, Pind. N. 9, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρσιστα, superl. zu πόρσω, Pind. N. 9, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρσιστα — πρόσω forwards irreg̱superl poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek