- δόλων
δόλων, ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόλων, ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δόλων — flying jib masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλων' — Δόλωνα , Δόλων flying jib masc acc sg Δόλωνι , Δόλων flying jib masc dat sg Δόλωνε , Δόλων flying jib masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλων' — δόλωνα , δόλων flying jib masc acc sg δόλωνι , δόλων flying jib masc dat sg δόλωνε , δόλων flying jib masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
δόλων — δόλος bait masc gen pl δόλων flying jib masc nom/voc sg δολόω beguile imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δολόω beguile imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολῶν — δολόω beguile pres part act masc voc sg (doric aeolic) δολόω beguile pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δολόω beguile pres part act masc nom sg δολόω beguile pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλωνα — Δόλων flying jib masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλωνα — δόλων flying jib masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλωνας — Δόλων flying jib masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλωνας — δόλων flying jib masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλωνες — Δόλων flying jib masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)