- δόλωσις
δόλωσις, ἡ, das Betrügen (s. δολόω), Xen. Cyr. 1, 6, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόλωσις, ἡ, das Betrügen (s. δολόω), Xen. Cyr. 1, 6, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόλωσις — δόλωσις, η (Α) 1. εξαπάτηση 2. ανάμιξη, νόθευση … Dictionary of Greek
δόλωσις — tricking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολώσει — δόλωσις tricking fem nom/voc/acc dual (attic epic) δολώσεϊ , δόλωσις tricking fem dat sg (epic) δόλωσις tricking fem dat sg (attic ionic) δολόω beguile aor subj act 3rd sg (epic) δολόω beguile fut ind mid 2nd sg δολόω beguile fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολώσεις — δόλωσις tricking fem nom/voc pl (attic epic) δόλωσις tricking fem nom/acc pl (attic) δολόω beguile aor subj act 2nd sg (epic) δολόω beguile fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολώσῃ — δολώσηι , δόλωσις tricking fem dat sg (epic) δολόω beguile aor subj mid 2nd sg δολόω beguile aor subj act 3rd sg δολόω beguile fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλωσιν — δόλων flying jib masc dat pl δόλωσις tricking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)