- δόμημα
δόμημα, τό, das Gebäude, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόμημα, τό, das Gebäude, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόμημα — δόμημα, το (AM) κτίσμα, οικοδόμημα … Dictionary of Greek
δόμημα — building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομημάτων — δόμημα building neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήμασι — δόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήματα — δόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήματι — δόμημα building neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομήματος — δόμημα building neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοδόμημα — ήματος, τὸ, Μ οικοδόμημα όμοιο με πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δόμημα μέσω ενός αμάρτυρου *πυργοδομῶ (πρβλ. οικοδόμημα)] … Dictionary of Greek