δόχμιος

δόχμιος

δόχμιος, α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg, = pros. πλάγιος, s. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 4; Homer einmal, δόχμια ἦλϑον, sie kamen von der Seite, Il. 23, 116, wie Eur. Or. 1258; δοχμία κέλευϑος Alc. 1003; vgl. Rhes. 372; δόχμιον νῶτον ἐρεισαμένη Agath. 8 (V, 294); δόχμιος πέσεν Ap. Rh. 1, 1169. – In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, δόχμιοςmit vielen Veränderungen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια …   Dictionary of Greek

  • δόχμιος — across masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίων — δόχμιος across fem gen pl δόχμιος across masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόχμιον — δόχμιος across masc acc sg δόχμιος across neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμιᾶν — δόχμιος across masc/fem gen pl (doric) δοχμιάζω use the dochmiac metre fut part act masc voc sg (doric aeolic) δοχμιάζω use the dochmiac metre fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δοχμιάζω use the dochmiac metre fut part act masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίη — δόχμιος across fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίοις — δόχμιος across masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίου — δόχμιος across masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίους — δόχμιος across masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμίῳ — δόχμιος across masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόχμια — δόχμιος across neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”