δόρπος

δόρπος

δόρπος, , dasselbe, nach den VLL.; die eigtl. Form des sing. findet sich Qu. Sm. 9, 401 Nic. Al. 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόρπος — δόρπον evening meal masc nom sg δόρπος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρπος — ο βλ. δόρπον …   Dictionary of Greek

  • κητόδορπος — κητόδορπος, ον (Α) αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» η συμφορά τού να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τόν φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό… …   Dictionary of Greek

  • VESPERNA — Veteribus Cena dicta est. Isidor. Orig. l. 20. c. 11. Est autem cena vespertinus cibus, quam antiqui Vespernam dicebant, in usu enim non erant prandta. Sicut Δόρπον veteres Graeci, quod posteriores Δεῖπνον, vocabant. Non minus enim antiquissimi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • δόρπον — δόρπον, το και δόρπος, ο (Α) 1. δείπνο 2. γεύμα, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. dorkw ο και συνδέεται με αλβ. τ. darke. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική είναι ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • δόρποι — δόρπον evening meal masc nom/voc pl δόρπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρποιο — δόρπον evening meal masc gen sg (epic) δόρπον evening meal neut gen sg (epic) δόρπος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρποις — δόρπον evening meal masc dat pl δόρπον evening meal neut dat pl δόρπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρποισι — δόρπον evening meal masc dat pl (epic ionic aeolic) δόρπον evening meal neut dat pl (epic ionic aeolic) δόρπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόρπον — evening meal masc acc sg δόρπον evening meal neut nom/voc/acc sg δόρπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”