μνωΐα

μνωΐα

μνωΐα, , u. μνωΐτης, , s. μνοία u. μνοΐτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μνωία — μνωΐα, ἡ (Α) βλ. μνώα …   Dictionary of Greek

  • μνώα — μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α) τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς*, ωός «δούλος», με τροπή του δμ σε μν (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”