δωμήτωρ

δωμήτωρ

δωμήτωρ, ορος, ὁ, Erbauer, Man. 6, 415.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δωμήτωρ — δωμήτωρ, ο (AM) κτίστης μσν. φρ. «ὁ τῆς Ἐκκλησίας δωμήτωρ» ο Χριστός …   Dictionary of Greek

  • δωμήτωρ — builder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορα — δωμήτωρ builder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορας — δωμήτωρ builder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορι — δωμήτωρ builder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινδωμήτωρ — παλινδωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”