δωράκινον

δωράκινον

δωράκινον, τό, eine Art Aepfel, Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δωράκινον — δωράκινον, το (AM) ροδάκινο …   Dictionary of Greek

  • δωράκινον — duracinum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωράκινα — δωράκινον duracinum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοράκινο — και δωράκινο, το (Μ δωράκινον και δωρακινόν) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λανθασμένη γραφή αντί του τ. δωράκινο < λατ. duracinum (persicum) «ροδάκινο» (βλ. και λ. ροδάκινο)] …   Dictionary of Greek

  • μηλοδωράκινον — μηλοδωράκινον, τὸ (Α) το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + δωράκινον «ροδάκινο»] …   Dictionary of Greek

  • ροδάκινο — το / ῥοδάκινον, ΝΜΑ, και ῥωδάκινον, Α ο καρπός της ροδακινιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. δωράκινον (< λατ. duracinum) με αντιμετάθεση τών συμφώνων ρ και δ . Επομένως, η ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. ῥωδάκινον, έχει, όμως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”