- δωρο-λήπτης
δωρο-λήπτης, ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρο-λήπτης, ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek
μερολήπτης — ο αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο λήπτης, προσωπο λήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] … Dictionary of Greek
προσωπολήπτης — ο, ΝΜΑ μεροληπτικός («οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek
χρηματολήπτης — ὁ, Μ πρόσωπο που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
φωτοληψία — η, ΝΑ η λήψη φωτός νεοελλ. βοτ. το ποσοστό τού φωτισμού το οποίο χρησιμοποιεί κάθε φυτό για να επιτελέσει το σύνολο τών φυσιολογικών του λειτουργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. δωρο ληψία, προσωπο ληψία] … Dictionary of Greek