δωρεά

δωρεά

δωρεά, , Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσϑαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι λαβεῖν, etwas als Geschenk empfangen, δοῠναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δωρεά — δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc/acc dual (ionic) δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεᾷ — δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …   Dictionary of Greek

  • δωρεά — η ό,τι προσφέρεται χωρίς αμοιβή ή ανταπόδοση: Έκανε δωρεά το αρχοντικό της στο δήμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεᾶι — δωρεᾷ , δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεάς — δωρεά̱ς , δωρεά gift fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεήν — δωρεά gift ionic (indeclform adverb) δωρεά gift fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεαῖς — δωρεά gift fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρεαί — δωρεά gift fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρειῶν — δωρεά gift fem gen pl (attic) δωρειά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”