- δωριακός
δωριακός, Orac. bei Thuc. 2, 52, = δωρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωριακός, Orac. bei Thuc. 2, 52, = δωρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δωριακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριακός — ή, όν βλ. δωρικός … Dictionary of Greek
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek