- μαχαίτας
μαχαίτας, ὁ, äol. = μαχητής, Alcae. bei Strab. XIII, 617.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαίτας, ὁ, äol. = μαχητής, Alcae. bei Strab. XIII, 617.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαίτας — μαχαίτας, ὁ (Α) (αιολ.τ.) βλ. μαχητής … Dictionary of Greek
μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… … Dictionary of Greek