- μαχαίριον
μαχαίριον, τό, dim. zu μάχαιρα; Xen. An. 4, 7, 16; Arist. gen. an. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαίριον, τό, dim. zu μάχαιρα; Xen. An. 4, 7, 16; Arist. gen. an. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαίριον — surgeon s neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίοις — μαχαίριον surgeon s neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίοισι — μαχαίριον surgeon s neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίου — μαχαίριον surgeon s neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίων — μαχαίριον surgeon s neut gen pl μαχαιρίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίῳ — μαχαίριον surgeon s neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρια — μαχαίριον surgeon s neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
PRAEDUCTAL seu PRAEDUCTALE — Graece παράγραφος, a praeducendis lineis, dictum est plumbum vel stilus, quô in membrana lincae praeducebantur, ad dirigendam scripturam. Vetus Grammaticus, c. de ferreis instrumentis, Σκαλὶς, sarculum; γ῾πήτιον, subla; Σμίλιον, scalpellum;… … Hofmann J. Lexicon universale
μαχαιρομάνικον — μαχαιρομάνικον, τὸ (Μ) λαβή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίριον + μανίκι] … Dictionary of Greek
σκολοπομαχαίριον — τὸ, ΜΑ είδος μαχαιριδίου με οξύληκτο άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος + μαχαίριον (< μάχαιρα)] … Dictionary of Greek