- δυάκις
δυάκις, zweimal, Ar. bei B. A. p. 942.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάκις, zweimal, Ar. bei B. A. p. 942.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάκις — επίρρ. (Α) δύο φορές … Dictionary of Greek
δυάκις — twice indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… … Dictionary of Greek