- δυάζω
δυάζω, zweifach machen, verdoppeln; Eust. auch = im Dual ausdrücken, brauchen; in Theol. arith. neben διχοτομέω, hälften.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάζω, zweifach machen, verdoppeln; Eust. auch = im Dual ausdrücken, brauchen; in Theol. arith. neben διχοτομέω, hälften.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάζω — (AM δυάζω) 1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ 2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές 3. μέσ. δυάζομαι διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω μσν. 1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος 2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι 3. είμαι διπλός αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ἀνενδυάσει — ἀνενδυά̱σει , ἀνά , ἐν δυάω plunge in misery aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀνενδυά̱σει , ἀνά , ἐν δυάω plunge in misery fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνενδυά̱σει , ἀνά , ἐν δυάω plunge in misery fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδυῇ — παρά δυάω plunge in misery pres subj mp 2nd sg (doric) παρά δυάω plunge in misery pres ind mp 2nd sg (doric) παρά δυάω plunge in misery pres subj act 3rd sg (doric) παρά δυάω plunge in misery pres ind act 3rd sg (doric) παρά δυάω plunge in misery … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδυῇ — παρά , εἰσ δυάω plunge in misery pres subj mp 2nd sg (doric) παρά , εἰσ δυάω plunge in misery pres ind mp 2nd sg (doric) παρά , εἰσ δυάω plunge in misery pres subj act 3rd sg (doric) παρά , εἰσ δυάω plunge in misery pres ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… … Dictionary of Greek