- δυάς
δυάς, άδος, ἡ, die Zahl Zwei, die Zweiheit, Plat. Phaed. 101 c u. öfter, wie Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάς, άδος, ἡ, die Zahl Zwei, die Zweiheit, Plat. Phaed. 101 c u. öfter, wie Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυάς — δυάς, η (AM) βλ. δυάδα … Dictionary of Greek
δυάς — the number two fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύας — δύᾱς , δύη misery fem acc pl δύᾱς , δύη misery fem gen sg (doric aeolic) δύᾱς , δυάω plunge in misery imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδα — δυάς the number two fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδας — δυάς the number two fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδες — δυάς the number two fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδι — δυάς the number two fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδοιν — δυάς the number two fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδος — δυάς the number two fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάδων — δυάς the number two fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυάσι — δυάς the number two fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)