- δυθμή
δυθμή, ἡ, dor. = δυσμή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυθμή, ἡ, dor. = δυσμή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυθμή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυθμαῖσι — δυθμή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυθμαῖσιν — δυθμή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυθμαί — δυθμή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυθμήν — δυθμή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυθμῶν — δυθμή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμαί — αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η Α δωρ. τ. και δυθμή) 1. το μέρος τού ορίζοντα που δύει ο ήλιος («προς δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» προς τα δυτικά) 2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς τού βίου του, τής στρατιωτικής του υπηρεσίας»… … Dictionary of Greek
δυθμάς — δυθμά̱ς , δυθμή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)