- πωλευτής
πωλευτής, ὁ, der Bändiger, Zureiter des jungen Pferdes, Ael. H. A. 7, 41; der ein junges Thier Abrichtende, ἐλέφαντος, ib. 8, 17, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλευτής, ὁ, der Bändiger, Zureiter des jungen Pferdes, Ael. H. A. 7, 41; der ein junges Thier Abrichtende, ἐλέφαντος, ib. 8, 17, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλευτής — horsebreaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτής — ὁ, Α [πωλεύω] 1. δαμαστής, εκγυμναστής νεαρών αλόγων ιππασίας 2. (γενικά) φύλακας, επιμελητής και εκγυμναστής ζώων («πωλευτὴς ἐλέφαντος», Αιλ.) … Dictionary of Greek
πωλευταί — πωλευτής horsebreaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτήν — πωλευτής horsebreaker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτάς — πωλευτά̱ς , πωλευτής horsebreaker masc acc pl πωλευτά̱ς , πωλευτής horsebreaker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτικός — ή, όν, Α [πωλευτής] ο έμπειρος, ο επιτήδειος στο να δαμάζει και να γυμνάζει νεαρά άλογα ιππασίας και, γενικά, νεαρά ζώα … Dictionary of Greek
πωλοδάμνης — ὁ, Α ο πωλευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + δάμνης (< δάμνημι «δαμάζω»)] … Dictionary of Greek