- πωλύπος
πωλύπος, ὁ, u. πῶλυψ, s. πολύπους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλύπος, ὁ, u. πῶλυψ, s. πολύπους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πώλυπος — ὁ, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. πολύποδας … Dictionary of Greek
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
πωλύπιον — τὸ, Α [πώλυπος] υποκορ. τ. τού πώλυπος … Dictionary of Greek