δυτικός

δυτικός

δυτικός, 1) zum Tauchen geschickt, ζῷα Arist. – 2) gegen Sonnenuntergang gelegen, westlich; Strab., bei dem aber überall δυσμικός bessere Lesart; Sp., z. B. ὠκεανός Nonn. D. 12, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυτικός — able to dive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικός — ή, ό (AM δυτικός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται προς το μέρος τής δύσης ή προέρχεται από εκεί μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύση («δυτικός πολιτισμός») 2. φρ. «δυτική Εκκλησία» η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αρχ. 1. ο ικανός στις… …   Dictionary of Greek

  • δυτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στη δύση ή προέρχεται από τη δύση: Δυτικός άνεμος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση: Ακολουθεί το δυτικό τρόπο ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντβινά, Δυτικός — (ρωσ. Zapadnaya Dvina, λετον. Daugava). Ποταμός (1.020 χλμ.) της Ρωσίας, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα. Πηγάζει από τα υψώματα Βαλντάι (Ρωσική Δημοκρατία), λίγο βορειότερα της Αντρεαπόλ· αρχικά ρέει προς ΝΔ αγγίζοντας το Βελίτς και συμβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • δυτικά — δυτικός able to dive neut nom/voc/acc pl δυτικά̱ , δυτικός able to dive fem nom/voc/acc dual δυτικά̱ , δυτικός able to dive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικώτερον — δυτικός able to dive adverbial comp δυτικός able to dive masc acc comp sg δυτικός able to dive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικωτέρων — δυτικός able to dive fem gen comp pl δυτικός able to dive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικῶν — δυτικός able to dive fem gen pl δυτικός able to dive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικόν — δυτικός able to dive masc acc sg δυτικός able to dive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικώτατα — δυτικός able to dive adverbial superl δυτικός able to dive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτικώτατον — δυτικός able to dive masc acc superl sg δυτικός able to dive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”