ναυτιόεις — ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) (αττ. τ.) βλ. ναυσιόεις … Dictionary of Greek
ναυσιόεις — και αττ. τ. ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία ή βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. όεις (πρβλ. σκι όεις)] … Dictionary of Greek