- ναυσί-βιος
ναυσί-βιος, von der Fischerei lebend, Alciphr. 1, 12 als n. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσί-βιος, von der Fischerei lebend, Alciphr. 1, 12 als n. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
ναυσίβιος — ναυσίβιος, ον (Α) αυτός που ζει από τα κέρδη τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + βίος] … Dictionary of Greek