- ναυσί-δρομος
ναυσί-δρομος, den Lauf der Schiffe fördernd, οὖ. ρος, Orph. H. 73, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσί-δρομος, den Lauf der Schiffe fördernd, οὖ. ρος, Orph. H. 73, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
πυρίδρομος — ον, Α αυτός που τρέχει πάνω σε πύρινο δρόμο («πυρίδρομος ήλιος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ναυσί δρομος] … Dictionary of Greek
ναυσίδρομος — ναυσίδρομος, ον (Α) αυτός που επιταχύνει τον πλου καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + δρόμος] … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek