- ναυσί-πομπος
ναυσί-πομπος, Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσί-πομπος, Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… … Dictionary of Greek
ταχύπομπος — ον, Α αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πομπός (πρβλ. ναυσί πομπος)] … Dictionary of Greek
ναμασιπήξ — ναμασιπήξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πήξει, που έχει κρυσταλλωθεί μετά από εξάτμιση τού νερού («ἃλς ναμασιπήξ», Αγλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δοτ. πληθ. νάμασι τής λ. νάμα «νερό πηγής» (πρβλ. ναυσί πομπος»), + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο… … Dictionary of Greek
ναυσίπομπος — ναυσίπομπος, ον (Α) (για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)] … Dictionary of Greek