- ναυσ-οίκητος
ναυσ-οίκητος, fehlerhafte Form, Schol. Opp. Hal. 5, 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσ-οίκητος, fehlerhafte Form, Schol. Opp. Hal. 5, 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοίκητος — μονοίκητος, ον (Α) αυτός που κατοικείται από έναν μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οἰκητός < οἰκῶ (πρβλ. ευ οίκητος, ναυσ οίκητος)] … Dictionary of Greek